Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Η ΠΟΙΗΣΗ, ΟΙ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΕΣ, ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ

Η ΠΟΙΗΣΗ, ΟΙ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΕΣ, ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ
ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ


ΑΝΤΙΚΑΤΟΧΙΚΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ 20ής ΙΟΥΛΙΟΥ 2009


Τον Ιούνιο 2002 στην Αθήνα, 15 Ομοσπονδίες και σωματεία, πνευματικά, εργατικά και του δημόσιου τομέα, οργανώσαμε την ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ, για την υποστήριξη του αγώνα του Παλαιστινιακού Λαού. Σαν πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής επιμελήθηκα, ανάμεσα σε άλλα, και ένα Ποιητικό Αναλόγιο. Ένα ποιητικό διάλογο, ανάμεσα σε Έλληνες και Παλαιστινίους ποιητές. Το Αναλόγιο παρουσίασαν, στον κινηματογράφο ΤΡΙΑΝΟΝ, κορυφαίοι Έλληνες ηθοποιοί, ανάμεσά τους η ΕΥΑ ΚΟΤΑΜΑΝΙΔΟΥ και ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ. Ήταν τέτοια η επιτυχία του Αναλογίου, που κάθε φορά που γινόταν εκδήλωση για την Παλαιστίνη μου ζήταγαν εκείνο το Ανθολόγιο.
Με αφορμή το φετεινό Αντικατοχικό Συλλαλητήριο και όντας μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής εκ μέρους του Ομίλου ΚΥΠΡΟΓΕΝΕΙΑ, θέλησα να δώσω τον λόγο στους Κύπριους ποιητές για ένα εσωτερικό διάλογο. Η σκέψη ήταν να αναδειχθεί αυτό που ο Κώστας Ζουράρις αποκαλεί «συμφωνημένο υπονοούμενο», αυτό, δηλαδή, που αποτελεί τη συλλογική μνήμη και να δημιουργηθεί ένα αυτόνομο σώμα κειμένου, που να λειτουργεί πέρα από τους επί μέρους ποιητές. Τη δύσκολη αυτή εργασία ανέλαβε ο δημοσιογράφος και ποιητής ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ. Ξενύκτησε πάνω σε περισσότερους από 60 ποιητικούς τόμους και με τη βαθειά ποιητική του αίσθηση έδωσε ένα ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ, όπου ο ποιητικός διάλογος φανερώνει τη ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ του κυπριακού δράματος. Διαβάστηκε από εξαιρετικούς ηθοποιούς τη Δευτέρα 20 Ιούλη στο Οδόφραγμα του ΛΗΔΡΑ ΠΑΛΑΣ. Στο ακροατήριο φοιτητές, εργάτες, αγρότες, διανούμενοι, παιδιά. Ήταν αργά, το πρόγραμμα είχε τραβήξει. Υποθέτω πως την ώρα εκείνη, από τις τρισήμισυ χιλιάδες λαού είχαν μείνει οι μισοί. Μου λέγανε πως οι Κύπριοι δεν αγαπούν την Ποίηση και ορισμένοι νέοι στην Οργανωτική υποστήριξαν πως θα έμοιαζε με σχολική γιορτή. Κι όμως. Σε όλη την προηγούμενη εκδήλωση κόσμος πηγαινοερχόταν και θορυβούσε. Την ώρα της Ποίησης, αυτό το πολύβουο πλήθος με κομμένη την ανάσα ρούφηξε τον κάθε στίχο. ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΕΦΥΓΕ. Σε αντίθεση με τις ομιλίες, στη διάρκεια των οποίων αρκετοί φύγανε.
Είναι κρίμα που η ΔΕΥΤΕΡΑ 20 Ιουλίου 2009 θα μείνει στην Ιστορία όχι για την ΑΝΤΙΚΑΤΟΧΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ούτε και για τα ΑΝΤΙΚΑΤΟΧΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Ούτε καν για τη μυσταγωγία ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ούτε για τη ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗ για πρώτη φορά, στα 35 χρόνια κατοχής, ανάμεσα σε διανοούμενους και εκτοπισμένους και κυρίως ανάμεσα σε Ελλαδίτες και Κυπρίους. Ούτε και για την ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ που επετεύχθη ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικής ιδεολογικής και κοινωνικής προέλευσης, στη διάρκεια της προετοιμασίας αυτής της μεγάλης διοργάνωσης. Δυστυχώς, πολλοί επιθυμούν να μείνει στην Ιστορία γιατί 15 προβοκάτορες ή χωρίς πολιτική παιδεία νέοι, έξω από το χώρο του Συλλαλητηρίου, εξύβρισαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,
Είναι πολύ πιθανόν να επρόκειτο για σχέδιο σκοτεινών κύκλων για να πλήξουν αυτό που είχε επιτευχθεί. Μια μαζική και λαϊκή ΣΥΝΑΞΗ, ακηδεμόνευτη, πάνω από κόμματα, με συμμετοχή εκτοπισμένων, οργανωμένη από αγωνιστές της δημοκρατίας που στηρίχθηκαν στις δικές τους δυνάμεις, χωρίς τις πλάτες κανενός και με αίτημα ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ-ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ. Όμως αυτός που ανέδειξε το κατάπτυστο περιθωριακό συμβάν σε κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα και επισκίασε την ΠΟΙΗΣΗ και το ΗΘΟΣ του Συλλαλητηρίου, δεν ήταν, δυστυχώς, οι προβοκάτορες, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν περάσει απαρατήρητοι. Ήταν η φθήνεια των ΜΜΕ και η ψοφοδεής στάση πολλών πολιτικών ανδρών. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι θα μείνουν στην Ιστορία εκείνης της ημέρας, σαν οι αυτουργοί που επέλεξαν να μετατρέψουν σε είδηση ένα ασήμαντο περιστατικό για να θάψουν την ΟΥΣΙΑ, οι πολιτικοί, όμως, άνδρες φάνηκε ότι δεν διαθέτουν καμμιά ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΝΟΡΑΣΗ. Γιατί αν αντιλαμβάνονταν την ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ, θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά και τους προβοκάτορες και του Οργανωτές,
Έτσι και αλλοιώς, άν είχαν αυτό το ταλέντο, πιθανόν να ήταν ικανοί να οδηγήσουν αυτό το Λαό στη λύτρωση. Απέδειξαν όμως ότι αδιαφορούν για την ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, που καθήλωσε τους «αμόρφωτους» και τους έσπρωξε να αγκαλιάζουν τους ηθοποιούς.
Γι αυτό και συνεχίζουν να θορυβούν και να ΣΚΙΑΜΑΧΟΥΝ ΕΝ ΟΥ ΠΑΙΚΤΟΙΣ.

ΘΕΚΛΑ ΚΙΤΤΟΥ
σκηνοθέτις

Για όσους, πάντως, διαθέτουν αυτή την αντίληψη της βαθύτερης ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, δημοσιεύουμε το Ανθολόγιο που παρουσιάστηκε από τους ηθοποιούς: ΚΙΜΩΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟ, ΜΑΡΙΑ ΚΡΑΣΙΑ, ΝΕΟΦΥΤΟ ΝΕΟΦΥΤΟΥ, ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΗ, , ΦΑΝΗ ΠΕΤΣΑ, και τους εφήβους ΑΝΔΡΕΑ ΜΗΝΑΪΔΗ και ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΧΑΤΣΗΣΤΕΦΑΝΟΥ.

Ανθολογούνται κατά σειράν: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Πίτσα Γαλάζη, Μιχάλης Πιερής, Φοίβος Σταυρίδης, Γιώργος Μολέσκης, Λεύκιος Ζαφειρίου, Παντελής Μηχανικός, Θοδόσης Νικολάου, Χρήστος Μαυρής, Νίκος Ορφανίδης, Μιχάλης Πασιαρδής, Κλαίρη Αγγελίδου, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ανδρέας Παστελλάς, Κύπρος Χρυσάνθης, Ντίνα Κατσούρη, Βάσος Λυσσαρίδης, Κώστας Μόντης, Δώρος Λοϊζου, Μιχάλης Ζαφείρης, Θεοδόσης Πιερίδης, Ανδρέας Χατζηθωμάς, Νάσα Παταπίου, Ευαγόρας Παλληκαρίδης.


Ιωσήφ Ιωσηφίδης

Γεννήθηκα στο γλυκό νερό της πηγής
Στο αλμυρό της θάλασσας μεγάλωσα
Όπου με ξέβγαλε ο ποταμός
Μα ο νους μου επιστρέφει
Στο υψίπεδο της φύτρας να γεννήσω
Η γενιά μου να κρατηθεί
και να κρατήσει


Πίτσα Γαλάζη

Πίκρες μεγάλες κι εύφορες
Μου χάρισε ο τόπος
Να μ’ αναποδογυρίζουν να ριζώνω σ’ ουρανό
Από το ύψος μου ή εξ επαφής
Να μετρώ το βάθος του
Κι απ’ αρχής να τον ερωτεύομαι

………………………………….


Μιχάλης Πιερής

Το χώμα αυτό που τ’ αγαπάς
Και που το λες πατρίδα, το σώμα μου
Σφιχτά κρατεί στην αγκαλιά του.
Εγώ που πλάστηκα να σεργιανώ
Ελεύθερη, φωλιά να κάνω όπου θελήσω
Στα χώματα αυτού του τόπου, πρωί
Και βράδυ σέρνομαι χωρίς να κάνω βήμα.
Καθηλωμένη εδώ με τη μισή κοιλιά στο χώμα,
Στην άλλη τη μισή τη ζέστα να μη νιώθω
Της πατρίδας εγώ!, που σβέλτα πέρναγα στον τόπο
Σαν σαΐτα, σακάτισσα περνώ
Τα χρόνια μου ακίνητη, πεισματικά
Δεμένη στη ζωή γιατί σκληρά
Με μοίρασε τ’ άδικου το μαχαίρι…


Φοίβος Σταυρίδης

Δεν είναι πως όλα τούτα τάχτηκαν
Πως τώρα γνωρίζουν εκ των ένδον
Ότι κανένας δεν επιστρέφει -
Ονόματα που αρνούνταν να περάσουν
Παραχωθήκαν και κανένας πια δεν τα θυμάται
Λένε είσαι μικρός για να σηκώσεις τ’ άδικο
Λένε γι’ αυτούς που κράτησαν τον ήλιο
Πως κέρδισαν μονάχα διατεταγμένη σιωπή



Γιώργος Μολέσκης

Την πατρίδα δεν τη βρίσκεις σ’ άλλη γη,
Ούτε σ’ άλλο αστέρι.
Είναι στο χώμα και στις πέτρες
Που ποτίστηκαν με τα πρώτα σου δάκρυα,
Που σου έδωσαν το πρώτο θαύμα του σπόρου
Που βλαστά μέσ’ απ’ τη γη,
Που σκέπασαν τον πρώτο αγαπημένο σου νεκρό.
Πατρίδα είναι όλα τούτα που μένουν
Καθώς τα άλλα φεύγουν και σ’ αφήνουν γυμνό,
Με την ψυχή φτωχή να τρέμει
Σαν φθινοπωρινό φύλλο την ανάσα του θανάτου


Λεύκιος Ζαφειρίου

Είναι το ρημαγμένο Δημοτικό Σχολείο
Στην Αγία Τριάδα
Με τις ετοιμόρροπες αίθουσες διδασκαλίας
Είναι οι άδειοι μαυροπίνακες
Και το πέτρινο σιντριβάνι
Χωρίς νερό
Στην αυλή του


Λεύκιος Ζαφειρίου

Μόνο ο μικρός ποδηλάτης
Ανεβαίνει
Στους έρημους δρόμους
Πατώντας τα πετάλια του χρόνου
Μέσα στη θλίψη του απογεύματος-
Πλάι στις ξύλινες αγελάδες
Που κρύβουν το ψηφιδωτό δάπεδο
Με τα γεωμετρικά σχήματα
Και τ’ άνθη από υακίνθους
Κανείς δεν το βλέπει
Έτσι που ανεβοκατεβαίνει μέσα στους έρημους δρόμους
Το παιδί με τα ξανθά μαλλιά
Που τ’ ανεμίζει ένας θλιβερός άνεμος


Παντελής Μηχανικός

Εδώ που μας περίφραξαν βλοσυρά κι αδέκαστα ζιζάνια
Εδώ που οι αποπνικτικοί θάμνοι
Μεγάλωσαν πιο πάνω από το κορμί μας
Εδώ που τα σχοίνα μας φυλάκισαν και μας καθήλωσαν
Εδώ που σκύψαμε εξαντλημένο το κεφάλι
Εδώ που μας περικύκλωσαν και μας στέγασαν
Με οροφή το φόβο
Που πια ουρανός
Που πια πετάγματα της ψυχής
Σε ποιον ουρανό




Θεοδόσης Νικολάου

Έβλεπα ανθρώπους πολλούς να συνωθούνται
Χωρίς ωστόσο να πω αν ήταν
Στο βάθος του ύπνου μου
Ή αν ξυπνητός τα μάτια μου ακόμα δεν γέμιζαν
Άντρες με ωραίο παράστημα
Να δρασκελούν τη γη με βήμα βαρύ
Και να υψώνονται πιο πάνω
Από αόρατες φτερούγες αιρόμενοι
Γυναίκες με μαλλιά που μέσα τους τρεμόσβηναν άστρα
Γυναίκες κήποι πανέμορφοι
Και μοσχοβολισμένοι
Γέμιζαν όμως τα μάτια μου με φρίκη
Και πλημμύριζαν από τρόμο
Καθώς έβλεπα τα ίδια πρόσωπα σε λίγο
Με σταματημένα τα κύματα των μαλλιών τους
Και τα γένια τους
Από πηλό και αίμα πετρωμένα


Χρήστος Μαυρής

Ο Αύγουστος είναι μήνας
φοβερός στον τόπο μας
Οι μνήμες δικέφαλες οχιές
Βόσκουνε ακόμη στα εύφορα χώματά του
Και πίνουνε θολό νερό
Στα σκοτεινά ποτάμια του
Ο ήλιος επικηρυγμένος εμπρηστής
Διέρχεται αθόρυβα
Γύρω από τα ξερακιανά σώματά μας
Και βάζει φωτιές στο εύφλεκτο
Αίμα μας


Νίκος Ορφανίδης

Το παλιό μου σπίτι κατηφορίζει τις νύκτες
Φορτώνεται στον ώμο παράθυρα όνειρα πουλιά
Την παλιά φωτογραφία
Τις ζωγραφιές στον τοίχο
Το κράνος και τ’ άρβυλα στη γωνιά
Το γιασεμί που σκαρφάλωνε στο μπαλκόνι
Με συναντά παράνομα
Όταν ο αγέρας λυσσομανά
Κι εγώ αγωνίζομαι να κρατηθώ
Καταγράφω στο τετράδιο τους νεκρούς
Καθώς κάθονται αμέριμνοι
Στο τραπέζι της αυλής
Πίνοντας το κρασί ή το ούζο τους


Μιχάλης Πασιαρδής

Γύρισες,
Φορούσες το κλειστό αδιάβροχο απάνω ώς κάτω
Κι είχες άσπρο καλοψαλιδισμένο γένι παρ’ ότι νέος
Άριστε
Έφυγες Ιούλη, είπα, κι είναι Αύγουστος
Πού βρήκες τ’ αδιάβροχο και πότε ασπρίσαν
Τα μαλλιά σου!
Γέλασες
Ύστερα, όπως συνήθιζες, το χέρι για το τσιγάρο
Δεν κουβεντιάσαμε
Το πρωί άναβε ακόμη τ’ αποτσίγαρό σου
Στο τασάκι


Κλαίρη Αγγελίδου

Έκλαιγε τριάντα τρία χρόνια
Για τον ακριβογιό
Κρατώντας μια φωτογραφία
Τώρα της έφεραν ένα μικρό σεντούκι
Με οστά
«Ο γιος σου, Κυρά» της είπαν…
Γύρισε ο γιος, ο ακριβογιός
Σ’ ένα μικρό
Πικρό σεντούκι
Η προσμονή της τέλειωσε…
Πάγωσε η καρδιά της…
Ο γιος της γύρισε νεκρός…


Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Είκοσι έξι χρόνια με σφιγμένα
Δάκρυα χαλκού δεν είναι δα και λίγα
Μπορείς να φανταστείς πάντα την ίδια
Φωτογραφία: το χέρι της κρατά
Την ίδια γυναίκα – ο γιος της με τα χρόνια
Μεγάλωσε
Δεν βλέπεις; Σε μεγέθυνση μέσ’ από κάδρο τώρα μας κοιτάζει
Παλαιότερα ήταν βέβαια σαν τον πρόχειρο τάφο
-μονάχα χώματα- η μαρμάρινη
αρματωσιά δεν είχε απάνω του στηθεί


Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Αλλά ευτυχώς εκείνη πια η μικρή
Φωτογραφία έχει βρει τη θέση της
Το πρέπον πλαίσιό της και το χρώμα της
Πλην ο υιός και η μάνα παραμένουν οι ίδιοι
Ωσάν άναρχος ανέστιος ποταμός
Κυτριμισμένος ουρανός ακυβέρνητος
Με ξεσκισμένα τα πανιά των αγγέλων
Και των αγίων απάντων τις κομμένες
άγκυρες


Ανδρέας Παστελλάς

Με το χέρι απαλά ν' ακουμπά στο στήθος
με τα παγούρια γεμάτα ακόμη νερό της Κρήτης
κοιμούνται μέσα στο πυρίτιο του πρωϊνού
στο προαύλιο της Παναγίας της Μακεδονίτισσας
ψηλά στους βράχους της Γομαρίστρας
μπρούμυτα δαγκώνοντας
το χώμα της μάνας γης
Στο μοναχικό ξωκκλήσι της Καντάρας
μικρός λαμπαδηφόρος
βοηθός εφημέριου
ισοκρατώντας
ψάλλουμε την τίμια φήμη σας
προϊσταμένου Κοσμά του Αιτωλού
συλλειτουργούντος Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
παρόντων του Κίτσου Τζαβέλα και στρατηγού Μακρυγιάννη
αίνος και αλληλούϊα
εις τους αιώνας των αιώνων.


Κύπρος Χρυσάνθης

Δόστε μας πίσω τα παιδιά μας,
Και την ψυχή μας, την ψυχή μας.
Δεν έχουν έλεος οι κουβέρτες σας,
Δεν έχουν την ξανθή ματιά του βρέφους μας
Οι προσφορές σας οι εύρωστες.
Δόστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την κουρελιασμένη μας ψυχή,
Την ψυχή μας, την ψυχή μας…
Δεν θέλουμε όνομα και τίτλους,
Μήτε επιγράμματα.
Δόστε μας πίσω την ψυχή μας
Το μέσα πλούτος μας
Κι ας είναι ελιά το δείπνο μας
Και το νερό γλυφό.
Δόστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την ψυχή μας.


Ντίνα Κατσούρη

Αντρέα
Η προδοσία δεν σταμάτησε να φλογίζει τη Λευκωσία
Η προδοσία δεν σταμάτησε να ξαγρυπνά στη Λευκωσία
Πληθαίνουν οι δοσίλογοι και αποστάτες
Κι εμείς μετράμε και ξαναμετράμε: 200.000 πρόσφυγες
6.000 νεκρούς και 2.000 αγνοούμενους
Αντρέα
Αλλάζουν πρόσωπα και προσωπεία
Αποστηθίζουν τους ίδιους ακριβώς κώδικες…
Πάλι κυκλοφορούν ανάμεσά μας


Ντίνα Κατσούρη

Για την ακρίβεια
Δεν έπαψαν ποτέ να κυκλοφορούν ανάμεσά μας
Στους ραδιοφωνικούς σταθμούς και στα τηλεοπτικά δίκτυα
Στα δημοτικά πάρκα και στις πολιτιστικές μας
Συνάξεις
Θα λακίσουν πολλοί ακόμη, Αντρέα
Καλύτερα, τουλάχιστον έτσι θα ξέρεις
Πόσοι είναι και πόσοι είμαστε
Τουλάχιστον έτσι θα ξέρεις
Να πεις σίγουρα
Σε δέκα, σε είκοσι, σε χιλιάδες χρόνια
Πόσοι και ποιοι
Αγαπήσανε παράφορα τούτη τη γη


Βάσος Λυσσαρίδης

Οι πλαστογράφοι διαφεντεύουν
Το σήμερα και το αύριο
Κατάχλωμοι
Κλεισμένοι στο ασφαλισμένο τους αμπάρι
Την ώρα των βαρβάρων και της κρίσης
Αμέριμνοι κοιμόντουσαν
Ξένοι για τους δικούς
Κι ολόδικοι για τους αλλόδοξους


Βάσος Λυσσαρίδης

Τώρα, εκ του ασφαλούς ουρλιάζουν
Πίσω από το συρματόπλεγμα που έχτισαν
Με αδράνεια και σιωπή
Και δακτυλοδεικτούν τους «ένοχους»…
Κι εσύ λαέ
Απόμεινες να αναρωτιέσαι αμήχανος
Δεν έμαθες να ακόμα πόσο κρυφή
Τη δύναμη έχεις
Αν μη τι άλλο, αν δεν μπορείς
Τους πλαστογράφους να σιγήσεις,
Κάψε τουλάχιστον το αμύαντο
Χαρτί της τωρινής πλαστογραφίας


Κώστας Μόντης

Και τι θα γίνει τώρα,
θα σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια
που ‘ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»,
θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια
που ‘ ταν γεμάτα «Ένωση» διακοσμημένη με γιασεμιά και
λεμονανθούς και μαργαρίτες,
θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας
με τις ελληνικές σημαίες,
θα πετάξουμε τ’ αγαπημένο αναμνηστικό σκουφί του Γυμνασίου
με την «Ένωση» στο γείσο,
θα πετάξουμε το χάρακά τους
και την τσάντα και τη μπάλα και το ποδήλατο
που ‘γραφαν «Ένωση»;
Αλήθεια, πέστε μου, τι θα γίνει τώρα;


Παντελής Μηχανικός

Στο παλιό μου σπίτι
απλώνουνταν μπροστά μου η θάλασσα
πνοή ασυδοσίας στα στήθια μου
ξεφυλλίζοντας ονειροκρίτες.
Τώρα σκληρά βουνά
κόβουνε την όραση
όνειρα περικυκλωμένα.
Το άλογο χλιμιντράει ξανά
οπλή και φλόγα.
Καβαλάρης
απάνω στις βουνοκορφές
αντηλιά στην απαλάμη
γυρεύει την ίδια τη θάλασσα
-δεν μπορώ να ζήσω
χωρίς πέντε καράβια στις ακτές μου
πανέτοιμα κι αστραφτερά.


Δώρος Λοΐζου

Οι σημαίες κυματίζουν ανάποδα
Πού ’ναι η πατρίδα
Πού ’ναι οι ήρωες;
Οι σημαίες έγιναν σκιάχτρα
Στα χωράφια των λαών
Να τρομάζουν την ελευθερία
Πού ’ναι η πατρίδα;
Πού ’ναι οι ήρωες;
Ερήμωση
Οι σημαίες σημειώνουν σηψαιμία


Μιχάλης Ζαφείρης

Πατρίδα χαμένη βοή των ανέμων
Πατρίδα γλυκιά μορφή μέσα μου και γύρω μου
Πατρίδα αφτιασίδωτο τραγούδι που σιγομουρμουρίζει
Ξεπουλημένη – ίσως
Μονάχα τούτο έχω να σου δώσω – να σου πω
Τώρα που διαβαίνω σκεφτικός τους δρόμους σου
Και λέγω ότι νιώθω την ίδια χαρά
Χουφτιάζοντας το βρεγμένο χώμα σου
Από την πρώτη βροχή
Νιώθω την ίδια αποτρόπαιη χαρά
Κοιτάζοντας το λίγο πράσινο χορτάρι
Που δειλά προβάλλει


Θεοδόσης Πιερίδης

Ήρθανε κάτι σπαθιά λυγισμένα σα μισοφέγγαρα
Ήρθανε κάτι μισοφέγγαρα σκονισμένα σα σπαθιά
Ήρθανε τρόμοι, ήρθαν θυμοί, ήρθαν παλέματα, αίματα
Μα πάλι ανθίσανε οι ανθοί, μα πάλι αστράψανε
Τα πανανθρώπινα και τα παντοτινά


Θεοδόσης Πιερίδης

Ήρθαν και φύγαν ένα – ένα τα κύματα της ιστορίας
Ήρθαν και φύγαν, μα εμείς μείναμε
Εμείς ο πληβείος αφέντης του τόπου
Εμείς που θα μείνουμε – κι ας έρχονται, ας φεύγουνε
Ας ορμούνε, ας παφλάζουν, ας σβήνουνε
Ένα-ένα τα κύματα της ιστορίας


Ανδρέας Χατζηθωμάς

Εγώ η πέτρα
η αγέρωχη
χτίζω αλεξίπυρα τείχη.
Αδυσώπητα κοράκια
ραμφίζουν τα σπλάχνα μου.
Στριφογυρίζω
σαν σφενδόνα
και τα εξαχνώνω.
Καταχθόνια φίδια
σέρνονται στα ριζά μου.
Συρρικνώνομαι
στο μέγεθος γροθιάς
και τα συνθλίβω.


Λεύκιος Ζαφειρίου

Ξερίζωσε από μέσα μου όλες τις λέξεις
Δώσε τους μια όποια σημασία
Κι ύστερα προσπάθησε να τις βάλεις πάλι
Με μια δική σου τάξη μέσα μου
Ωστόσο εγώ θα επιμένω να λέω
Την ελευθερία, ελευθερία
Το φόνο, φόνο
Την ενοχή, ενοχή
Μ’ ένα πείσμα τρελού που σκαλίζει
Στον τοίχο τ’ όνομά του
Με τα νύχια


Νάσα Παταπίου

Είμαι ένα καθαρόαιμο άλογο
Που τρέχει μες τη νύχτα
Τρέχει για να προλάβει τη μέρα
Καλπάζει να διασχίσει
Και πάλι το σκοτάδι
Μεγάλωσα πολύ
Και μου ‘λειψαν τα χάδια
Και η μητέρα μου
Κάθεται και ατενίζει τη δύση
Πως λοιπόν να γείρω στην αγκαλιά της
Πώς να αρχίσουν ξανά τα παραμύθια
Έτσι μεταμορφώθηκα σε άλογο
Και επιστρέφω πίσω σε σένα πατρίδα
Αναδρομικά και αιώνια
Άκουσε το χλιμίντρισμά μου
Την αγωνία μου αφουγκράσου
Σκέψου πως φέρω
Και των προγόνων μου τα βάρη
Επιστρέφω πίσω σε σένα πατρίδα
Ως ορμητίας ίππος
Και ανεμοκυκλοπόδης
Μαυρογόνατος και πετροκαταλύτης
Εγώ το άλογο και σύ η γυναίκα
Έλα αναβάτης στην πλάτη μου πατρίδα
Μαζί να φύγουμε
Να σωθούμε μαζί
Μες τις σπηλιές των θρύλων σου


Κώστας Μόντης

Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου
να καθαρίσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου
να μπολιάσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου
να βάψουμε το δικό μας
να μη μπορέσει πια ποτέ
να το ξεθωριάσει ο φόβος


Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Αύριο ξεκινούμε για την πατρίδα
γιαλούς θε να περάσουμε και στεριά.
Μαζί μας θε να πάρουμε την ελπίδα
ταχιά πως θα μας έρθη κι η Λευτεριά.


Θεοδόσης Πιερίδης

Λογαριάσατε λάθος με το νου σας εμπόροι
Δε μετριέται πατρίδα λευτεριά με τον πήχη
Κι αν μικρός είναι ο τόπος και το θέλει και μπορεί
Τον ασήκωτο βράχο να τον φάει με το νύχι
Τούτη η δίψα δε σβήνει τούτη η μάχη δεν παύει
Χίλια χρόνια αν περάσουν
Δεν πεθαίνουμε σκλάβοι.

1 σχόλιο:

  1. Ανακάλυψα αυτό μπλόγκ ζητώντας στο Google σύγχρονους ποιητές.
    Φοβερή ανθολογία Θέκλα
    Εξ άλλου η ποίηση πάντα με τραβούσε σα μαγνήτης. Όσο για τη συγκέντρωση στο Λήδρα Πάλας, βεβαίως ο κόσμος το νοιώθει αυτό που έγραψε ο Δώρος "η ποίηση είναι πιό καυτή κι από τη μήτρα του ήλιου".Και για τον νυν ΠτΔ και τα ΜΜΕ με την ψοφοδεή τους στάση ...έ, αυτοί θα γραφτούν στην ιστορία σαν άλλοι τόσοι μ...ς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή